- μάκαρ
- Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Γιος του Αίολου και της Αμφιθέας. Αγάπησε την αδελφή του, Κανάκη, με την οποία συνδέθηκε. Όταν ο Αίολος έμαθε τις σχέσης τους, έστειλε στην Κανάκη ένα ξίφος, με το οποίο αυτοκτόνησε πρώτα εκείνη και ύστερα ο Μ. Ο Ευριπίδης εμπνεύσθηκε από τον μύθο αυτό την τραγωδία Αίολος.
2. Γιος του Κρινάκη, εγγονός του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση, πήγε στη Λέσβο από την Αχαΐα και αποίκισε από εκεί τη Χίο, τη Σάμο, τη Ρόδο και την Κω. Ο Μ. θεωρείτο άριστος νομοθέτης.
3. Γιος του Ηλίου και της Ρόδου, αδελφός του Τενάγη ή Φαέθονα. Σύμφωνα με τον Αθήναιο, ο Μ. ήταν ιδρυτής της Λέσβου, την οποία ο Όμηρος ονομάζει, στην Ιλιάδα και στον Ύμνο προς τον Απόλλωνα, Μακαρίαν και Μάκαρος Έδος. Κόρη του ήταν η Μυτιλήνη και η Μήθυμνα, από τις οποίες έλαβαν την ονομασία τους οι δύο ομώνυμες πόλεις της Λέσβου.
4. Γιος του Αιόλου και πατέρας της Άμφισσας.
* * *μάκαρ, -αρος, ὁ, ἡ, θηλ. και μάκαιρα, αιολ. τ. αρσ. μάκαρς, βοιωτ. θηλ. μάκηρα (Α)1. μακάριος, ευδαίμων, ευτυχής (α. «μάκαρας θεοὺς γανάοντες πολιούχους», Αισχύλ.β. «ὦ μάκαρ υἱὲ Πολυμνάστου», Πίνδ.)2. πλούσιος3. (για νεκρό) αυτός που απέκτησε τη μακαριότητα, μακαρίτης4. (το αρσ. πληθ.) οἱ μάκαρεςοι ευδαίμονες θεοί5. φρ. «μακάρων νῆσοι» — φανταστικά νησιά, στα οποία, κατά τις αρχαίες δοξασίες, πήγαιναν οι ψυχές τών ηρώων και άλλων επιφανών ανδρών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το επίθ. μάκαρ ανάγεται πιθ. σε ουσ. ουδ. γένους με σημ. «ευδαιμονία», από όπου προήλθαν οι τ. μάκαρ, μάκαιρα. Η λ. συνδέεται πιθ. με το μακρός*, ενώ η άποψη κατά την οποία είναι αιγυπτιακό δάνειο δεν φαίνεται να ευσταθεί. ΠΑΡ.: μακαρίζω, μακάριος, μακαρίτηςαρχ.μακαρίνη, μάκαρος, μακαρτός.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. πάμμακαρ, πολύμακαρ, τρίσμακαρ].
Dictionary of Greek. 2013.